κόλλυβος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλλῠβος''': ὁ, μικρὸν [[νόμισμα]], κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ [[τίποτε]]», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε [[κόλλαβος]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· [[τρωγάλια]]» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ [[κέρδος]], τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς ([[κολλυβιστής]]), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, [[ἄνευ]] πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, [[αὐτόθι]] 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.
|lstext='''κόλλῠβος''': ὁ, μικρὸν [[νόμισμα]], κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ [[τίποτε]]», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε [[κόλλαβος]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· [[τρωγάλια]]» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ [[κέρδος]], τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς ([[κολλυβιστής]]), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, [[ἄνευ]] πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, [[αὐτόθι]] 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite pièce de monnaie;<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit.
}}
}}