παρακρούω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρούω''': κτυπῶ δίπλα, [[κυρίως]] (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ [[ὅστις]] άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ [[μᾶλλον]] (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], παρακρουσιχοίνος˙- [[καθόλου]], [[διαψεύδω]] τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙[[περί]] τινος, ὡς προς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ [[αὐτός]] ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ [[ἴδιος]] εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) [[οὕτως]] ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, [[μάλιστα]] διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. [[παράκρουσις]] Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί [[πρᾶγμα]] τοὺς δικαστὰς ([[ἔνθα]] ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.
|lstext='''παρακρούω''': κτυπῶ δίπλα, [[κυρίως]] (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ [[ὅστις]] άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ [[μᾶλλον]] (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], παρακρουσιχοίνος˙- [[καθόλου]], [[διαψεύδω]] τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙[[περί]] τινος, ὡς προς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ [[αὐτός]] ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ [[ἴδιος]] εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) [[οὕτως]] ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, [[μάλιστα]] διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. [[παράκρουσις]] Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί [[πρᾶγμα]] τοὺς δικαστὰς ([[ἔνθα]] ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.
}}
{{bailly
|btext=heurter de côté, <i>d’où</i><br /><b>1</b> repousser du droit chemin, écarter vivement;<br /><b>2</b> attacher une voile au mât;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακρούομαι;<br /><b>1</b> tromper, frauder, acc.;<br /><b>2</b> écarter <i>ou</i> repousser de soi, refuser, acc. ; <i>fig.</i> refuser, décliner;<br /><b>3</b> heurter de côté : αὑτόν PLUT tomber de côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κρούω]].
}}
}}