σοφία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφία''': Ἰων.-ίη, ἡ, [[κυρίως]], εὐφυΐα, [[δεξιότης]], [[ἐμπειρία]] ἔν τινι τέχνῃ ὡς ἐν τῇ τεκτονικῇ, τέκτονος, ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ἰλ. Ο. 412· ἐπὶ τῶν Τελχίνων, Πινδ. Ο. 7. 98· ἡ [[ἔντεχνος]] σ., τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Πρωτ. 321D· τοῦ Δαιδάλου καὶ Παλαμήδους, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2. 33, πρβλ. 1. 4. 3· ἐν μουσικῇ καὶ ὠδικῇ, [[τέχνη]] καὶ σ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 483, πρβλ. 511· ἐν τῇ ποιήσει, Πινδ. Ο. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 882, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 8· ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πλάτ. Θεάγ. 123C· ἐν ἰατρικῇ καὶ χειρουργικῇ, Πινδ. Π. 3. 96· δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς [[γῆρας]] ἀφίκετο Πλάτ. Πολ. 406Β· σ. δημηγορική, δικανικὴ [[αὐτόθι]] 365D· ― σ. τινός, [[γνῶσις]] πράγματός τινος, [[ἐμπειρία]] εἰς αὐτὸ καὶ [[δεξιότης]], [[αὐτόθι]] 360D· ἡ περὶ Ὁμήρου σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 542Α· οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· σημαίνοντες τὴν σοφίαν.., ὅτι [[ἀρετὴ]] [[τέχνη]] ἐστὶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 1· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 9. 161, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 676, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1100. 2) εὐφυΐα καὶ [[ἐμπειρία]] εἰς τὰ συνήθη πράγματα τοῦ βίου, [[ὀρθότης]] κρίσεως, [[φρόνησις]], πρακτικὴ καὶ πολιτικὴ [[σύνεσις]], κτλ. ὡς ἐχαρακτηρίζετο ἡ [[σοφία]] τῶν ἑπτὰ σοφῶν, συνώνυμ. τῷ [[φρόνησις]], Θέογν. 1074, Ἡρόδ. 1. 30, 60· ἡ περὶ τὸν βίον σ. Πλάτ. Πρωτ. 321D· ἡ τῶν δεινῶν σ., ἀντίθετον τῷ ἀμαθίᾳ, [[αὐτόθι]] 360D· τὴν [[τότε]] καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Πλουτ. Θεμιστ. 2· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ σημασίας οὐχὶ τοσοῦτον καλῆς, εὐφυΐα, [[πανουργία]], συνώνυμον τῷ [[δεινότης]], Ἡρόδ. 1. 68, κτλ.· τὸ λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σ. Πινδ. Ο. 9. 57. 3) [[γνῶσις]] τῶν ἐπιστημῶν, [[μάθησις]], [[παιδεία]], [[φιλοσοφία]], Θέογν. 790, 876· σοφίᾳ σοφίαν παραμείβειν Σοφ. Ο. Τ. 504· [[συχν]]. παρὰ τῷ Εὐρ., π.χ. μόρσιμα..οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται [[Ἡρακλ]]. 615· τὸ σοφὸν οὐ [[σοφία]] (ἴδε σοφὸς Ι. 3), Βάκχ. 393, κτλ.· ― [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., ἡ ὑψίστη [[ἐπιστήμη]], ἡ, [[γνῶσις]] τῶν αἰτίων, [[φιλοσοφία]], μεταφυσική, Ἠθικ. Νικ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17., 1. 2, 1 κἑξ., 2. 1, 6., 10. 1, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], αἱ φυσικαὶ επιστῆμαι καὶ τὰ μαθηματικά, [[αὐτόθι]] 3. 3, 4., 10. 4, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις ἡ Σοφία, θεωρουμένη πρῶτον ὡς [[ἰδιότης]] τοῦ ΘΕΟΥ ἐταυτίσθη πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρβλ. Παροιμ. Η΄ καὶ Σειρὰχ ΚΔ΄ κἑξ., καὶ ἴδε Westcott in Dict. of Bible, 3. 1782· - ἐθεωρήθη ὡς ἁγία, «ἁγία Σοφία» παρὰ τοῖς Ἕλλησι Χριστιανοῖς, ἴδε Gibbon, κεφ. 40. - Πρβλ. [[σοφός]], σοφιστὴς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πᾶσα [[τέχνη]] καὶ [[ἐπιστήμη]]».
|lstext='''σοφία''': Ἰων.-ίη, ἡ, [[κυρίως]], εὐφυΐα, [[δεξιότης]], [[ἐμπειρία]] ἔν τινι τέχνῃ ὡς ἐν τῇ τεκτονικῇ, τέκτονος, ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ἰλ. Ο. 412· ἐπὶ τῶν Τελχίνων, Πινδ. Ο. 7. 98· ἡ [[ἔντεχνος]] σ., τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Πρωτ. 321D· τοῦ Δαιδάλου καὶ Παλαμήδους, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2. 33, πρβλ. 1. 4. 3· ἐν μουσικῇ καὶ ὠδικῇ, [[τέχνη]] καὶ σ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 483, πρβλ. 511· ἐν τῇ ποιήσει, Πινδ. Ο. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 882, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 8· ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πλάτ. Θεάγ. 123C· ἐν ἰατρικῇ καὶ χειρουργικῇ, Πινδ. Π. 3. 96· δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς [[γῆρας]] ἀφίκετο Πλάτ. Πολ. 406Β· σ. δημηγορική, δικανικὴ [[αὐτόθι]] 365D· ― σ. τινός, [[γνῶσις]] πράγματός τινος, [[ἐμπειρία]] εἰς αὐτὸ καὶ [[δεξιότης]], [[αὐτόθι]] 360D· ἡ περὶ Ὁμήρου σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 542Α· οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· σημαίνοντες τὴν σοφίαν.., ὅτι [[ἀρετὴ]] [[τέχνη]] ἐστὶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 1· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 9. 161, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 676, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1100. 2) εὐφυΐα καὶ [[ἐμπειρία]] εἰς τὰ συνήθη πράγματα τοῦ βίου, [[ὀρθότης]] κρίσεως, [[φρόνησις]], πρακτικὴ καὶ πολιτικὴ [[σύνεσις]], κτλ. ὡς ἐχαρακτηρίζετο ἡ [[σοφία]] τῶν ἑπτὰ σοφῶν, συνώνυμ. τῷ [[φρόνησις]], Θέογν. 1074, Ἡρόδ. 1. 30, 60· ἡ περὶ τὸν βίον σ. Πλάτ. Πρωτ. 321D· ἡ τῶν δεινῶν σ., ἀντίθετον τῷ ἀμαθίᾳ, [[αὐτόθι]] 360D· τὴν [[τότε]] καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Πλουτ. Θεμιστ. 2· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ σημασίας οὐχὶ τοσοῦτον καλῆς, εὐφυΐα, [[πανουργία]], συνώνυμον τῷ [[δεινότης]], Ἡρόδ. 1. 68, κτλ.· τὸ λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σ. Πινδ. Ο. 9. 57. 3) [[γνῶσις]] τῶν ἐπιστημῶν, [[μάθησις]], [[παιδεία]], [[φιλοσοφία]], Θέογν. 790, 876· σοφίᾳ σοφίαν παραμείβειν Σοφ. Ο. Τ. 504· [[συχν]]. παρὰ τῷ Εὐρ., π.χ. μόρσιμα..οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται [[Ἡρακλ]]. 615· τὸ σοφὸν οὐ [[σοφία]] (ἴδε σοφὸς Ι. 3), Βάκχ. 393, κτλ.· ― [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., ἡ ὑψίστη [[ἐπιστήμη]], ἡ, [[γνῶσις]] τῶν αἰτίων, [[φιλοσοφία]], μεταφυσική, Ἠθικ. Νικ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17., 1. 2, 1 κἑξ., 2. 1, 6., 10. 1, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], αἱ φυσικαὶ επιστῆμαι καὶ τὰ μαθηματικά, [[αὐτόθι]] 3. 3, 4., 10. 4, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις ἡ Σοφία, θεωρουμένη πρῶτον ὡς [[ἰδιότης]] τοῦ ΘΕΟΥ ἐταυτίσθη πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρβλ. Παροιμ. Η΄ καὶ Σειρὰχ ΚΔ΄ κἑξ., καὶ ἴδε Westcott in Dict. of Bible, 3. 1782· - ἐθεωρήθη ὡς ἁγία, «ἁγία Σοφία» παρὰ τοῖς Ἕλλησι Χριστιανοῖς, ἴδε Gibbon, κεφ. 40. - Πρβλ. [[σοφός]], σοφιστὴς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πᾶσα [[τέχνη]] καὶ [[ἐπιστήμη]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> habileté manuelle;<br /><b>II.</b> savoir, science;<br /><b>III.</b> sagesse pratique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sagesse <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> habileté, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]].
}}
}}