3,258,334
edits
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] ἡ, ion. σοφίη, ursprünglich das Wissen, Verstehen; zuerst von körperlicher, mechanischer Fertigkeit in Handwerken und Künsten, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης, von der Kunst des Zimmermanns, Il. 15, 412 ([[ἅπαξ]] εἰρ.); Geschicklichkeit im Saiten- u. Flötenspiel u. in der Tonkunst übh., H. h. Merc. 483. 511; eben so von der Dichtkunst, σοφίαι αἰπειναί, Pind. Ol. 9, 107, welche in ältester Zeit auch der Hauptträger des Wissens war; Ath. XIV, 622 c τὸ δὲ ὅλον ἔοικεν ἡ παλαιὰ τῶν Ἑλλήνων [[σοφία]] τῇ μο υσικῇ [[μάλιστα]] εἶναι δεδομένη; so heißt es auch Xen. An. 1, 2, 8 λέγεται [[Ἀπόλλων]] ἐκδεῖραι Μαρσύαν, νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας; mit der Sangeskunde hing auch die Kunst zusammen, die Einwirkung verderblicher Zauberkräfte abzuwehren und böse Geister zu bannen, Ath. XIV, 614 d [[πλῆθος]] δ' ἦν Ἀθἠνῃσι τῆς σοφίας ταύτης, die Kunst der., ὲλωτοποιοί; dei Pind. nimmt das Wort aber schon die allgemeine Bdtg der Kunst und Wissenschaft im döheren Sinne an, vgl. N. 7, 23 I. 6, 18 P. 6, 49; σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπ ος [[πέφανται]], Soph. Ant. 616; u. so bes. in Vrosa; Plat. vrbdt auch noch ταύτην τὴν σοφίαν, ᾑ τὰ ἅρματα κυβερνῶσιν, Lach. 123 c; ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας, ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν, Phaed. 96 a. – Erfahrung u. Gewandtheit in den Geschäften des öffentlichen und häuslichen Lebens, gesunder Menschenverstand, der steh im richtigen praktischen Urtheil ausspricht, wie bei den sogenannten sieben Weisen; auch Schlauheit, List, Her. 1, 68 u. oft; σοφίῃ Ggstz von βίῃ 3, 127, vgl. Eur. Or. 710. – Dann aber Kenntniß in den höheren Wissenschaften, Gelehrsamkeit, und zulegt auch Weisheit in unserm Sinne, welche durch die Philosophen auf verschiedene Art bestimmt wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] ἡ, ion. σοφίη, ursprünglich das Wissen, Verstehen; zuerst von körperlicher, mechanischer Fertigkeit in Handwerken und Künsten, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης, von der Kunst des Zimmermanns, Il. 15, 412 ([[ἅπαξ]] εἰρ.); Geschicklichkeit im Saiten- u. Flötenspiel u. in der Tonkunst übh., H. h. Merc. 483. 511; eben so von der Dichtkunst, σοφίαι αἰπειναί, Pind. Ol. 9, 107, welche in ältester Zeit auch der Hauptträger des Wissens war; Ath. XIV, 622 c τὸ δὲ ὅλον ἔοικεν ἡ παλαιὰ τῶν Ἑλλήνων [[σοφία]] τῇ μο υσικῇ [[μάλιστα]] εἶναι δεδομένη; so heißt es auch Xen. An. 1, 2, 8 λέγεται [[Ἀπόλλων]] ἐκδεῖραι Μαρσύαν, νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας; mit der Sangeskunde hing auch die Kunst zusammen, die Einwirkung verderblicher Zauberkräfte abzuwehren und böse Geister zu bannen, Ath. XIV, 614 d [[πλῆθος]] δ' ἦν Ἀθἠνῃσι τῆς σοφίας ταύτης, die Kunst der., ὲλωτοποιοί; dei Pind. nimmt das Wort aber schon die allgemeine Bdtg der Kunst und Wissenschaft im döheren Sinne an, vgl. N. 7, 23 I. 6, 18 P. 6, 49; σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπ ος [[πέφανται]], Soph. Ant. 616; u. so bes. in Vrosa; Plat. vrbdt auch noch ταύτην τὴν σοφίαν, ᾑ τὰ ἅρματα κυβερνῶσιν, Lach. 123 c; ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας, ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν, Phaed. 96 a. – Erfahrung u. Gewandtheit in den Geschäften des öffentlichen und häuslichen Lebens, gesunder Menschenverstand, der steh im richtigen praktischen Urtheil ausspricht, wie bei den sogenannten sieben Weisen; auch Schlauheit, List, Her. 1, 68 u. oft; σοφίῃ Ggstz von βίῃ 3, 127, vgl. Eur. Or. 710. – Dann aber Kenntniß in den höheren Wissenschaften, Gelehrsamkeit, und zulegt auch Weisheit in unserm Sinne, welche durch die Philosophen auf verschiedene Art bestimmt wird. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σοφία''': Ἰων.-ίη, ἡ, [[κυρίως]], εὐφυΐα, [[δεξιότης]], [[ἐμπειρία]] ἔν τινι τέχνῃ ὡς ἐν τῇ τεκτονικῇ, τέκτονος, ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ἰλ. Ο. 412· ἐπὶ τῶν Τελχίνων, Πινδ. Ο. 7. 98· ἡ [[ἔντεχνος]] σ., τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Πρωτ. 321D· τοῦ Δαιδάλου καὶ Παλαμήδους, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2. 33, πρβλ. 1. 4. 3· ἐν μουσικῇ καὶ ὠδικῇ, [[τέχνη]] καὶ σ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 483, πρβλ. 511· ἐν τῇ ποιήσει, Πινδ. Ο. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 882, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 8· ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πλάτ. Θεάγ. 123C· ἐν ἰατρικῇ καὶ χειρουργικῇ, Πινδ. Π. 3. 96· δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς [[γῆρας]] ἀφίκετο Πλάτ. Πολ. 406Β· σ. δημηγορική, δικανικὴ [[αὐτόθι]] 365D· ― σ. τινός, [[γνῶσις]] πράγματός τινος, [[ἐμπειρία]] εἰς αὐτὸ καὶ [[δεξιότης]], [[αὐτόθι]] 360D· ἡ περὶ Ὁμήρου σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 542Α· οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· σημαίνοντες τὴν σοφίαν.., ὅτι [[ἀρετὴ]] [[τέχνη]] ἐστὶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 1· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 9. 161, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 676, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1100. 2) εὐφυΐα καὶ [[ἐμπειρία]] εἰς τὰ συνήθη πράγματα τοῦ βίου, [[ὀρθότης]] κρίσεως, [[φρόνησις]], πρακτικὴ καὶ πολιτικὴ [[σύνεσις]], κτλ. ὡς ἐχαρακτηρίζετο ἡ [[σοφία]] τῶν ἑπτὰ σοφῶν, συνώνυμ. τῷ [[φρόνησις]], Θέογν. 1074, Ἡρόδ. 1. 30, 60· ἡ περὶ τὸν βίον σ. Πλάτ. Πρωτ. 321D· ἡ τῶν δεινῶν σ., ἀντίθετον τῷ ἀμαθίᾳ, [[αὐτόθι]] 360D· τὴν [[τότε]] καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Πλουτ. Θεμιστ. 2· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ σημασίας οὐχὶ τοσοῦτον καλῆς, εὐφυΐα, [[πανουργία]], συνώνυμον τῷ [[δεινότης]], Ἡρόδ. 1. 68, κτλ.· τὸ λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σ. Πινδ. Ο. 9. 57. 3) [[γνῶσις]] τῶν ἐπιστημῶν, [[μάθησις]], [[παιδεία]], [[φιλοσοφία]], Θέογν. 790, 876· σοφίᾳ σοφίαν παραμείβειν Σοφ. Ο. Τ. 504· [[συχν]]. παρὰ τῷ Εὐρ., π.χ. μόρσιμα..οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται [[Ἡρακλ]]. 615· τὸ σοφὸν οὐ [[σοφία]] (ἴδε σοφὸς Ι. 3), Βάκχ. 393, κτλ.· ― [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., ἡ ὑψίστη [[ἐπιστήμη]], ἡ, [[γνῶσις]] τῶν αἰτίων, [[φιλοσοφία]], μεταφυσική, Ἠθικ. Νικ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17., 1. 2, 1 κἑξ., 2. 1, 6., 10. 1, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], αἱ φυσικαὶ επιστῆμαι καὶ τὰ μαθηματικά, [[αὐτόθι]] 3. 3, 4., 10. 4, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις ἡ Σοφία, θεωρουμένη πρῶτον ὡς [[ἰδιότης]] τοῦ ΘΕΟΥ ἐταυτίσθη πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρβλ. Παροιμ. Η΄ καὶ Σειρὰχ ΚΔ΄ κἑξ., καὶ ἴδε Westcott in Dict. of Bible, 3. 1782· - ἐθεωρήθη ὡς ἁγία, «ἁγία Σοφία» παρὰ τοῖς Ἕλλησι Χριστιανοῖς, ἴδε Gibbon, κεφ. 40. - Πρβλ. [[σοφός]], σοφιστὴς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πᾶσα [[τέχνη]] καὶ [[ἐπιστήμη]]». | |||
}} | }} |