συγκροτέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκροτέω''': κροτῶ, [[κρούω]], κτυπῶ [[ὁμοῦ]], σ. τὼ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας ἐκ χαρᾶς, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 5, Ἀθήν, 420C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κρούω]] αὐτὰς [[ὁμοῦ]] ἐν θλίψει ἢ ὀργῇ, Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτω, σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45, ἐν Κατάπλ. 20. 2) ἀπολ., κρατῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, Ἰσίδωρ. 3. 353· ― καὶ ἐν τῷ παθ., χειροκροτοῦμαι, ἐπευφημίας [[τυγχάνω]], Ξεν. Συμπ. 8, 1. ΙΙ. σφυρηλατῶ, διὰ σφυρηλασίας ἑνώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 471· ἀσπὶς συγκεκροτημένη Πλουτ. Νικ. 28. 2) μεταφορ., σ. ὀνόματα, [[συνάπτω]] λέξεις (διὰ συνθέσεως), Πλάτ. Κρατ. 409C, 415D, 416Β· ― ἐπὶ ὕφους, [[λέξις]] συγκεκροτημένη, τετορνευμένον καὶ νευρῶδες [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Ἰσαί. 2, κτλ. β) [[χαλκεύω]], «φτειάνω», ἀνάπαιστα Λουκ. Συμπ. 18· κατηγορίαν ὁ αὐτ. ἐν Εὐνούχ. 13· ἔριν ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. γ) [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]], ὀργανῶ, [[σχηματίζω]], τὸν χορὸν Δημ. 520. 11· [[σύνδειπνον]] Πλούτ. 2. 528Β· πότον Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ξυνωμοσίαν ὁ αὐτ. ἐν Φαλ. 1. 4· γάμους Ἀχιλ. Τάτ. 2. 11· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτικῆς ἢ ναυτικῆς δυνάμεως, στρατολογῶ, [[συνάγω]], συγ. δύναμιν, [[στράτευμα]] Ἡρῳδιαν. 1. 9, κτλ., πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 157· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἀγωγῆς, Διογ. Λ. 7. 32. 185· ― [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. συγκεκροτημένος, [[καλῶς]] ἠσκημένος, γεγυμνασμένος, ἡτοιμασμένος, [[ναῦς]] συγκεκρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου Δημ. 23. 3· εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Ἡρῳδιαν. 7. 2· συγκεκρ. πληρώματα Πολύβ. 1. 61, 3· ἑταιρίαι Πλουτ. Λύσ. 13. δ) συγκεκρότηται ἡ [[μάχη]], συνήφθη, Κύριλλ.
|lstext='''συγκροτέω''': κροτῶ, [[κρούω]], κτυπῶ [[ὁμοῦ]], σ. τὼ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας ἐκ χαρᾶς, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 5, Ἀθήν, 420C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κρούω]] αὐτὰς [[ὁμοῦ]] ἐν θλίψει ἢ ὀργῇ, Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτω, σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45, ἐν Κατάπλ. 20. 2) ἀπολ., κρατῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, Ἰσίδωρ. 3. 353· ― καὶ ἐν τῷ παθ., χειροκροτοῦμαι, ἐπευφημίας [[τυγχάνω]], Ξεν. Συμπ. 8, 1. ΙΙ. σφυρηλατῶ, διὰ σφυρηλασίας ἑνώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 471· ἀσπὶς συγκεκροτημένη Πλουτ. Νικ. 28. 2) μεταφορ., σ. ὀνόματα, [[συνάπτω]] λέξεις (διὰ συνθέσεως), Πλάτ. Κρατ. 409C, 415D, 416Β· ― ἐπὶ ὕφους, [[λέξις]] συγκεκροτημένη, τετορνευμένον καὶ νευρῶδες [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Ἰσαί. 2, κτλ. β) [[χαλκεύω]], «φτειάνω», ἀνάπαιστα Λουκ. Συμπ. 18· κατηγορίαν ὁ αὐτ. ἐν Εὐνούχ. 13· ἔριν ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. γ) [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]], ὀργανῶ, [[σχηματίζω]], τὸν χορὸν Δημ. 520. 11· [[σύνδειπνον]] Πλούτ. 2. 528Β· πότον Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ξυνωμοσίαν ὁ αὐτ. ἐν Φαλ. 1. 4· γάμους Ἀχιλ. Τάτ. 2. 11· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτικῆς ἢ ναυτικῆς δυνάμεως, στρατολογῶ, [[συνάγω]], συγ. δύναμιν, [[στράτευμα]] Ἡρῳδιαν. 1. 9, κτλ., πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 157· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἀγωγῆς, Διογ. Λ. 7. 32. 185· ― [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. συγκεκροτημένος, [[καλῶς]] ἠσκημένος, γεγυμνασμένος, ἡτοιμασμένος, [[ναῦς]] συγκεκρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου Δημ. 23. 3· εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Ἡρῳδιαν. 7. 2· συγκεκρ. πληρώματα Πολύβ. 1. 61, 3· ἑταιρίαι Πλουτ. Λύσ. 13. δ) συγκεκρότηται ἡ [[μάχη]], συνήφθη, Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> heurter l’un contre l’autre, entrechoquer : τὼ χεῖρε battre des mains en signe de joie, <i>ou</i> les heurter en signe de douleur <i>ou</i> de crainte ; <i>abs.</i> battre des mains, applaudir ; σ. τοὺς ὀδόντας claquer des dents par l’effet de la peur <i>ou</i> du froid;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> assembler avec le marteau, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forger;<br /><b>2</b> composer, combiner, agencer ; <i>en mauv. part</i> machiner (une accusation), exciter (une querelle);<br /><b>3</b> former, exercer : τινα qqn ; <i>part. pf. Pass.</i> συγκεκροτημένος exercé : [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κροτέω]].
}}
}}