3,277,055
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. | |lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]]. | |||
}} | }} |