Anonymous

τρισκελής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]].
}}
}}