Anonymous

τρισκελής: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]].
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] σκέλη, [[τρία]] στηρίγματα, [[τρία]] πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κλάδους ή [[τρία]] [[σημεία]] («[[τρισκελής]] [[ερώτηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[ξόανο]]) αυτός που έχει πριαπική [[διάταση]] του φαλλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξα</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}