δέατο: Difference between revisions

Autenrieth
(6_14)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέατο''': μόνον ἐν Ὀδ. Ζ. 242, [[ἀεικέλιος]] δέατ᾿ [[εἶναι]], [[ἔνθα]] ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐδόκει, ἐφαίνετο, ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]]· καὶ ὁ Ἡσυχ. δὲ ἔχει «δέαται, δοκεῖ»· καὶ ἐν τῇ Τεγεατικῇ Ἐπιγραφ. (Jahn’s Jahrb., 1861) ἀπαντῶσιν οἱ τύποι εἰ κἂν δέατοι = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ. = ὅση ἂν δοκῇ. (Ἡ [[ῥίζα]] κατὰ τὸν Κούρτ. [[εἶναι]] ΔΙF (ὡς ἐν τῷ [[δέελος]], δῆλος) = φαίνομαι· ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται τοῦτο, ἴδε Gr. Etym. σ. 520.)
|lstext='''δέατο''': μόνον ἐν Ὀδ. Ζ. 242, [[ἀεικέλιος]] δέατ᾿ [[εἶναι]], [[ἔνθα]] ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐδόκει, ἐφαίνετο, ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]]· καὶ ὁ Ἡσυχ. δὲ ἔχει «δέαται, δοκεῖ»· καὶ ἐν τῇ Τεγεατικῇ Ἐπιγραφ. (Jahn’s Jahrb., 1861) ἀπαντῶσιν οἱ τύποι εἰ κἂν δέατοι = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ. = ὅση ἂν δοκῇ. (Ἡ [[ῥίζα]] κατὰ τὸν Κούρτ. [[εἶναι]] ΔΙF (ὡς ἐν τῷ [[δέελος]], δῆλος) = φαίνομαι· ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται τοῦτο, ἴδε Gr. Etym. σ. 520.)
}}
{{Autenrieth
|auten=[[defective]] ipf., appeared, seemed , Od. 6.242†. Cf. [[δοάσσατο]].
}}
}}