abortivo
Spanish > Greek
ἀμβλώθριον, ἀμβλωθρίδιος, ἀμβλωθρίδιον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος
ἀμβλώθριον, ἀμβλωθρίδιος, ἀμβλωθρίδιον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος