admit
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
let in: P. and V. εἰσφρεῖν, παριέναι, εἰσδέχεσθαι, εἰσάγειν, προσδέχεσθαι, V. παρεισδέχεσθαι, ἐπεισφρεῖν, P. παραδέχεσθαι, προσίεσθαι, εἰσιέναι.
confess: P. and V. ὁμολογέω, ὁμολογεῖν, P. προσομολογεῖν, συνομολογέω, συνομολογεῖν.
accept: P. and V. δέχομαι, δέχεσθαι, προσδέχεσθαι.
admit (a claim, etc.): P. and V. δέχομαι, δέχεσθαι, προσίεσθαι, P ἀποδέχεσθαι.
admit of: P. ἐνδέχεσθαι (acc.).