συνομολογέω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομολογέω Medium diacritics: συνομολογέω Low diacritics: συνομολογέω Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synomologéō Transliteration B: synomologeō Transliteration C: synomologeo Beta Code: sunomologe/w

English (LSJ)

A say the same thing with, agree with, σφι Hdt.2.55, cf. X.Oec.1.13,21.2, etc.; confess the whole, concede, αὐτὰ ταῦτα Th.1.133; freq. of disputants, concede, agree upon, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν X.Smp.4.56, cf. Pl.R. 342d, Grg.504b, etc.: c. acc. et inf., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλά Id.Lg.859d, cf. Phd.91d:—Med., Id.Euthd.280b, Lg.660d:—Pass., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται X. HG7.1.2; οὔκουν καὶ τόδε συνομολογοῖτο; Pl.Phlb. 60b; συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται ib.41d; τοῦτο ἡμῖν.. μενέτω συνομολογηθέν Id.Sph. 248a, cf. Plt.284c; τὸ συνομολογούμενον, opp. τὰ ἀμφισβητούμενα, Isoc.2.52; ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arist.Pol.1323b23.
2 Med., correlate, ἅμα ταῦτα πρὸς ἄλληλα -ήσασθαι χαλεπόν Hp.Epid.6.8.26.
II agree to do, promise, ταῦτα X.An.4.2.19, etc.: c. inf. fut., Id.Cyr.3.1.10.
III come to terms, make a covenant, ib.5.3.15, etc.:—Med., Pl.Ep.356b.

French (Bailly abrégé)

συνομολογῶ :
convenir de qch avec qqn :
1 être d'accord avec : τινι avec qqn ; τι convenir de qch, consentir à qch ; en parl. de discussions concéder, tomber d'accord : τι sur qch;
2 promettre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύν, ὁμολογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομολογέω, Att. ook ξυνομολογέω [σύν, ὁμολογέω] act. instemmen met, met dat., v. pers.:; συνωμολόγεον δέ σφι zij stemden met hen in Hdt. 2.55.3; toegeven, met AcI:; συνωμολογείτην δὴ ταῦτ’ εἶναι ἄμφω beiden gaven toe dat dat het geval was Plat. Phaed. 91e; toezeggen, beloven, met acc.:; συνωμολόγει ταῦτα ὁ Ξενοφῶν dat beloofde Xenophon Xen. An. 4.2.19; met inf. fut.: σ. συστρατεύσεσθαι beloven mede te velde te zullen trekken Xen. Cyr. 3.1.10. med. het (met elkaar) eens zijn:; συνωμολογησάμεθα... οὕτω τοῦτο ἔχειν wij waren het erover eens dat dit zo is Plat. Euthyd. 280b; in overeenstemming zijn; Hp.; perf. pass. afgesproken zijn:. συνωμολογημένον ἡμῖν κεῖται die afspraak tussen ons staat Plat. Phlb. 41d; ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν laat dit voor ons een uitgemaakte zaak zijn Aristot. Pol. 1323b23.

German (Pape)

auch als dep. med., zugleich, zusammen, ebenfalls sagen, übereinstimmen mit Einem, τινί; Her. 2.55; Thuc. 1.133; περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά, Plat. Legg. IX.859d; zugestehen, zugeben, ἀνάγκη καὶ τοῦτο συνομολογεῖν, Gorg. 504b, und oft in den Gesprächen; auch übereinkommen mit Einem über Etwas, pass., συνωμολογημένον ἡμῖν κεῖται, Phil. 41d, es ist ausgemacht und zugegeben von uns, wir sind darüber einig, und med., Euthyd. 280a und öfter; versprechen, Xen. Cyr. 5.3.15; αἱ συνθῆκαι αἱ συνωμολογημέναι ὑπὸ Λουτατίου, Pol. 2.21.2.

Russian (Dvoretsky)

συνομολογέω:
1 реже med. соглашаться (τινι Her., Xen.): σ. τι Plat. соглашаться с чем-л., признавать что-л.; ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arst. будем считать признанным нами;
2 тж. med. заключать соглашение Xen., Plat.: αἱ συνθῆκαι συνωμολογημέναι Polyb. заключенные соглашения;
3 обещать (τί τινι Xen.): σ. δασμὸν οἴσειν Xen. обещать платить дань.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογέω: λέγω τὰ αὐτά, συμφωνῶ μετά τινος, σύμφημι, τινι Ἡρόδ. 2. 25, Ξεν., κλπ.· ― ὁμολογῶ ὁμοῦ, ὁμολογῶ τὸ πᾶν, παραδέχομαι, αὐτὰ ταῦτα Θουκ. 1. 133· ― συχν. ἐπὶ συζητούντων, παραχωρῶ τι, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, συμφωνῶ περί τινος, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν Ξεν. Συμπ. 4. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 342D, Γοργ. 504Β, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859D, πρβλ. Φαίδωνα 91D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 280Α, ἐν Νόμ. 660D. ― Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2 οὔκουν καὶ τόδε ξυνομολογοῖτο; Πλάτ. Φίληβ. 60Β· συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται αὐτόθι 41D· τοῦτο ἡμῖν... μενέτω ξυνομολογηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 248Α, πρβλ. Πολιτικ. 284C· τὸ συνομολογούμενον ἀντίθετον τῷ τὰ ἀμφισβητούμενα, Ἰσοκρ. 25Α· ἔστω συνωμολογημένον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10. ΙΙ. συναινῶ νὰ πράξω τι, ὑπισχνοῦμαι, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 19, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 3. 1, 10. ΙΙΙ. ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συνθηκολογῶ, αὐτόθι 5. 3, 15, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β.

Greek Monotonic

συνομολογέω: μέλ. -ήσω, λέγω το ίδιο πράγμα με κάποιον, συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι με, τινί, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
I. ομολογώ μαζί, ομολογώ, παραδέχομαι τα πάντα, αὐτὰ ταῦτα, σε Θουκ.· λέγεται για συνομιλητές, συζητητές, συμφωνώ σε συγκεκριμένα σημεία, με αιτ., σε Ξεν., Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. — Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται, σε Ξεν. κ.λπ.
II. συναινώ, υπόσχομαι σε κάποιον να πράξω κάτι, τί τινι, στον ίδ.
III. έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνθηκολογώ με, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to say the same thing with, to agree with, τινί Hdt., Xen., etc.:— to confess together, confess, concede, αὐτὰ ταῦτα Thuc.:—of disputants, to agree upon certain points, c. acc., Xen., Plat.;— so in Mid., Plat.:—Pass., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Xen., etc.
II. to agree to do, promise, τί τινι Xen.
III. to come to terms with, make a covenant with, Xen.

English (Woodhouse)

confess

⇢ Look up "συνομολογέω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

agree

Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן