atone
English > Greek (Woodhouse)
verb
P. and V. δίκην διδόναι (gen.), δίκην τίνειν (gen.), δίκην ἐκτίνειν (gen.), V. δίκην παρέχω, δίκην παρέχειν (absol.), Ar. λύω, λύειν (acc.), V. ἀποτίνειν (acc.), τίνειν (acc.).
make good: P. and V. ἀναλαμβανειν, ἀκεῖσθαι.