bequeath
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
Ar. and P. καταλείπω, καταλείπειν, P. διατίθεσθαι, V. λείπω, λείπειν (Euripides, Alcibiades 688).
Ar. and P. καταλείπω, καταλείπειν, P. διατίθεσθαι, V. λείπω, λείπειν (Euripides, Alcibiades 688).