blauw
Dutch > Greek
- blue: γλαυκός, κυανοῦς
- drunk: ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος