difícil de soportar
Spanish > Greek
δυσδιάθετος, δυσδιακόμιστος, δύσφορος, δυσεκπόνητος, δυσανάσχετος, δυσεγκαρτέρητος, δυσκαρτέρητος, βαρύτλητος, δύστλητος, δύσοιστος, ἀδευκής, δυσάντητος
δυσδιάθετος, δυσδιακόμιστος, δύσφορος, δυσεκπόνητος, δυσανάσχετος, δυσεγκαρτέρητος, δυσκαρτέρητος, βαρύτλητος, δύστλητος, δύσοιστος, ἀδευκής, δυσάντητος