dilatación
Spanish > Greek
διάτασις, ἀναστόμωσις, ἀναπέτεια, ἀνεύρυνσις, ἀνευρυσμός, διαστόμωσις, δίωσις, διόγκωσις, διάκρισις, διάστασις, διαστολή
διάτασις, ἀναστόμωσις, ἀναπέτεια, ἀνεύρυνσις, ἀνευρυσμός, διαστόμωσις, δίωσις, διόγκωσις, διάκρισις, διάστασις, διαστολή