emplear
Spanish > Greek
διατρίβω, διατίθημι, ἐνδιατρίβω, εἰσχράομαι, διαμηχανάομαι, ἀσχολέω, ἀναισιμόω, ἀναλαμβάνω, ἐνασχολέω, διαστείχω, διαχράομαι, ἀπαναλίσκω
διατρίβω, διατίθημι, ἐνδιατρίβω, εἰσχράομαι, διαμηχανάομαι, ἀσχολέω, ἀναισιμόω, ἀναλαμβάνω, ἐνασχολέω, διαστείχω, διαχράομαι, ἀπαναλίσκω