διατίθημι

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατίθημι Medium diacritics: διατίθημι Low diacritics: διατίθημι Capitals: ΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: diatíthēmi Transliteration B: diatithēmi Transliteration C: diatithimi Beta Code: diati/qhmi

English (LSJ)

3pl. impf.
A διετίθουν Antipho Trag.1:—arrange each in their several places, distribute, τὰ κρέα, in sacrificing, Hdt.1.132; τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά Id.7.39; ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα X.Mem.2.1.27; διατίθημι οἶνον εἰς ὀστράκια Arist.HA594a11.
II manage well or ill, usually with Adv., κράτιστα διαθέντι τὰ τοῦ πολέμου Th.6.15; καλὸν πρᾶγμα κακῶς διαθεῖναι D.19.88; of persons, διατίθημι ἑωυτὸν ἀνηκέστως treat himself barbarously, Hdt.3.155:—Pass., οὐ ῥᾳδίως διετέθη he was not very gently handled, Th.6.57; ἀπόρως διατεθέντας reduced to helplessness, Lys.18.23; ἀθλίως διατιθέμενος Pl.Criti.121b; σῶμα διατεθειμένῳ κακῶς Men.591.
2 c. acc. pers., with Advbs., dispose one so or so, ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας Isoc.5.80; οὕτω διαθεὶς… τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας D.18.168; τοὺς ἅπαντας ἀπίστως πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς διαθῶμεν Id.20.22; τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως Arist.Rh.1356a3:—Pass., to be disposed in a certain manner, πρός τινα Pl.Tht.151c, Isoc.8.14; οἰκειότερον διατεθῆναί τινι Id.12.160; τὸν εἰρημένον τρόπον Arist.Pol.1302a35; ἐρωτικῶς δ., of animals, Pl.Smp. 207c, cf. Longus1.15 (διάκειμαι is more usually as Pass. in this sense).
III set forth, of speakers, minstrels, etc., recite, κακῶς ποιήματα Pl.Chrm.162d, cf. Lg.658d; cf. B. 6.
2 describe, Str.1.1.16, etc.
B Med., arrange as one likes, dispose of, τὴν θυγατέρα X.Cyr. 5.2.7; τὰ σώματα ἐπονειδίστως διατίθημι Isoc.12.140; οὔθ' ὅσ' ἂν πορίσωσι… ταῦτ' ἔχοντες διαθέσθαι D.2.16; εἰς καλὸν διαθέσθαι τὰ πεπραγμένα Luc.Hist. Conscr.51, cf. Merc.Cond.25; spend, διατίθημι τὰς οὐσίας εἴς τι Plb.20.6.5: metaph., τὸ πλεῖον τῆς ὀργῆς εἴς τινα Id.16.1.2.
2 dispose of one's property, devise it by will, Is.3.68; τὴν οὐσίαν ἑτέρῳ Id.7.1; διατίθημι διαθήκας, διατίθημι διαθήκην, make a will, Lys.19.39, Pl.Lg.922c: abs., ibid., Lys. 6.41; κἂν ἀποθάνῃ μὴ διαθέμενος intestate, Arist.Pol.1270a28; ὁ διαθέμενος = the testator, Ep.Hebr.9.16.
3 dispose of merchandise, φόρτον Hdt. 1.1,194, cf. X.An.7.3.10, Ath.2.11; τισί Pl.Lg.849d; ἔλαιον καὶ κίκι PRev.Laws48.4 (iii B. C.); διατίθημι τὴν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν X.Mem.1.6.13; διατίθημι τι τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31.
4 arrange or settle mutually, διατίθημι διαθήκην τινί make a covenant with one, Ar.Av.439; διατίθημι διαθήκην πρός τινα Act.Ap.3.25; ἔριν διατίθημι ἀλλήλοις settle a quarrel, X.Mem.2.6.23; ὡμολόγησαν καὶ διέθεντο ὀφείλειν IG12(7).67.58 (Amorgos).
5 compose, make, νόμους Pl.Lg.834a.
6 set forth, recite, λόγους, δημηγορίαν, etc., Plb.3.108.2, D.H.11.7, cf. D.S.12.17; πολλοὺς ἐπαίνους τινῶν D.H.3.17; διατίθημι ῥῆσιν ἐφ' ἑαυτοῦ Luc.Herm. 1.
b Gramm., διατιθέναι and διατίθεσθαι to act and be acted upon, A.D.Synt.12.15; τὸ διατιθέν and τὸ διατιθέμενον subject and object, ib.127.22.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. διατιθεῖν Const.App.1.3.10, impf. 3a plu. διετίθουν Antipho Trag.1a, Aesop.74; v. med. fut. part. διαθησιόμενος ICr.1.8.12.7 (II a.C.); v. med. aor. opt. 3a plu. διάθοιντο Men.Prot.18.1.3]
A tr. en v. act.
I c. ac. de cosa disponer, colocar, depositar, poner cada cosa en su sitio, frec. c. indic. loc. διέθηκε θεμείλια sentó los cimientos del templo h.Ap.254, 294, (τὰ κρέα) para el sacrificio, Hdt.1.132, τὸ μὲν ἐπὶ δεξιὰ τῆς ὁδοῦ, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά Hdt.7.39, τὰ πτερὰ πρῶτον διάθες τάδε κόσμῳ primero ordena estas alas Ar.Au.1331, εἰς ὀστράκια δ. οἶνον Arist.HA 594a11, cf. Plb.5.4.6, Str.1.1.16
preparar, arreglar τὸ χωρίον X.Cyr.5.3.21
aderezar ἐν συκῆς φύλλοις καὶ ὀριγάνῳ un pescado, Archestr.SHell.166.5
c. ac. y adj. pred. οὔλην διατιθεῖν (τὴν κεφαλήν) ponerse rizos (en la cabeza), Const.App.l.c.
II c. ac. de abstr.
1 establecer, disponer, organizar δίκην Hes.Fr.43a.40, τὴν φυλακήν τε καὶ τὸ πᾶν Th.1.126, κράτιστα δ. τὰ τοῦ πολέμου adoptar las mejores disposiciones con respecto a la guerra Th.6.15, ὅσα δὲ θεοὶ διέθεσαν Hp.Vict.1.11, cf. X.Mem.2.1.27, ἑαυτοῦ τὴν γένεσιν διαθεὶς ... ὁ ἀστρολόγος AP 11.164 (Lucill.), ἀγῶνας δ. X.HG 6.4.30, cf. Plu.Ages.21, Hierapolis 86.3 (III d.C.), PSI 199.7 (III d.C.), δῶρα λαβόντες οὗτοι καλὸν πρᾶγμα φύσει κακῶς διέθηκαν al dejarse sobornar éstos han viciado un asunto bello por naturaleza D.19.88, κακῶς διαθεὶς τὰ τῆς πόλεως Lys.29.2, cf. Is.11.35, en v. pas. τὰ πρῶτον διατεθέντα Δεῖα SEG 35.1365.8 (Ezanos II d.C.), en v. med. mismo sent. ἐλπίδας E.Io 866, περὶ τούτων νόμους Pl.Lg.834a, ἔριν X.Mem.2.6.23, συμμαχίαν IG 22.213.12 (IV a.C.), πράγματα Men.Fr.213.2, ἀγῶνας ... καλῶς Plb.30.14, cf. IAphrodisias 3.50.6, 16 (II d.C.), σχολάς FD 3.338.7 (I a.C.), τὰ τῶν πολέμων Men.Prot.18.1.3
c. ac. int. διαθήκην διαθέσθαι establecer una alianza o tratado c. dat. ἢν μὴ διάθωνται ... διαθήκην ἐμοί Ar.Au.439, c. πρός y ac. διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν de la alianza que Dios estableció con vuestros padres, Act.Ap.3.25
fig. πολλὰ ἂν καὶ καλὰ κακῶς διαθεῖτο la Naturaleza, Antipho Soph.B 14, c. inf. διέθεντο ... ὀφείλειμ Πραξι[κ] λεῖ ἓξ τάλαντα establecieron que debían a Praxicles seis talentos, IG 12(7).67.58 (Amorgos IV/III a.C.).
2 arreglar, solucionar, poner en orden τὸ πλημμεληθέν Men.Prot.6.1.366, δ. φιλονεικίαν dirimir un contencioso Iust.Nou.159.3, en v. pas. τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν καλῶς διετέθη fueron solucionados los asuntos de Etolia Plb.32.5.1, cf. Plu.Dio 6.
III de pers. y anim.
1 en sent. fís., frec. c. adv. modal tratar σεωυτὸν ἀνηκέστως διαθεῖναι tratarse a sí mismo salvajemente Hdt.3.155, κακῶς ... τοὺς βαρβάρους Plb.10.30.7, cf. 27.11.7, 33.13.3, Ti.Locr.103a, καλῶς ... ἡμᾶς SEG 35.304.13 (Epidauro I d.C.), (αὐτόν) τὰ χείριστα διετίθουν las abejas, Aesop.74, τἀμὰ καὶ σὰ χρήματα χεῖρον Ar.Lys.895, en v. pas. ληφθεὶς οὐ ῥᾳδίως διετέθη al ser arrestado fue tratado sin piedad Th.6.57, cf. Pl.Criti.121b, D.S.15.78, φησὶ ... ὑπ' ἐμοῦ δεινῶς διατεθῆναι Lys.3.27, cf. Plb.3.74.11, 55.8
abs. maltratar ταλαιπωροῦσι, μήτε τυράννου βιαζομένου μήτε πολεμίων διατιθέντων Luc.Anach.38
en v. med. mismo sent. τούτους δὲ κακῶς διετίθετο Plb.3.62.4
c. dos ac. hacer a uno algo, gener. infligir un mal οὐδὲν διέθεσαν αὐτὸν δεινόν Aristodem.5.3, ὅσα ... διέ[θη] καν ... Μιθριδάτην ἀνδραγαθοῦντες cuantas acciones emprendieron valientemente contra Mitrídates, SEG 22.507.13 (Quíos I d.C.), ὃ δὴ διατίθησιν ἄνθρωπον ὄφις, τοῦτο καὶ ψυχὴν ἡδονή Ph.1.102, cf. D.S.20.51, Aristodem.8.1, Iust.Phil.Dial.67.6, Origenes Cels.3.5, Chrys.M.47.485, tb. abs. Ph.2.373
en v. med. mismo sent. πολλὴν βίαν τὴν πόλιν ... διέθετο Epiph.Const.Haer.76.1.4, cf. 66.4.7, Chrys.M.62.85.
2 en sent. anímico poner en determinada disposición o actitud de ánimo
a) c. adv. o expresión modal βρώματα καὶ πόματα ... ἃ διατίθησι τὸν ἄνθρωπον οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον comidas y bebidas que no afectan al hombre de igual manera Hp.VM 20, τὰς θυγατέρας ... διαθεῖναι καλῶς dejar a las hijas en buena situación económica, Is.11.39, ἐν τῷ τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως poner al oyente en determinada disposición Arist.Rh.1356a3, cf. Ph.1.680
en v. pas. estar en determinada disposición γενναίως πάνυ διατίθεμαι ἐπαινούμενος ὑπ' αὐτῶν me siento muy noble cuando me alaban Pl.Mx.235a, cf. Smp.215e, οὐκ ἂν ἡγοῦμαι δύνασθαι χεῖρον ἢ νῦν διατεθῆναι D.9.1, ἀπόρως διατεθέντας reducidos a la desesperación Lys.18.23, cf. 3.4, Pl.Smp.207c, X.Mem.3.13.6, Arist.Pol.1302a35, Vett.Val.187.7, A.Andr.Gr.46.3, ἐρωτικῶς τῆς Χλόης διετέθη quedó enamorado de Cloe Longus 1.15.1, ἐρωτικῶς ... πρὸς αὐτὴν διατεθείς Plu.Cleom.1, cf. D.S.19.3;
b) c. dat.: de direcc., en v. pas. ὁποτέροις ἂν οἰκειότερον διατεθῇ hacia cuál de los dos pueblos muestre una actitud más amigable Isoc.12.160, c. giro prep. διὰ τὸ χαλεπῶς διατίθεσθαι τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ τοῖς ἀτάφους περιορῶσι τοῦς τετελευτηκότας por tener los atenienses mala disposición ante los que dejan sin enterrar a sus muertos D.S.13.100, πῶς ἂν ἐπὶ τούτῳ διετέθησαν; ¿cómo habrían reaccionado ante éste? Longin.14.2
en v. med. mismo sent. Ἀθηναῖοι ... μητρόπολιν ἡμετέρην Κῶ ἐν δούλης μέρει διατίθενται Hp.Or.ad ar.404;
c) c. πρός y ac.: de pers., en sent. neg. poner en determinada disposición contra alguien, predisponer o indisponer contra alguien ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας ὥσπερ ὁρᾷς Λακεδαιμονίους τε πρὸς τοὺς αὑτῶν βασιλέας ἔχοντας Isoc.5.80, τοὺς ἅπαντας ἀπίστως πρὸς ἡμᾶς ... διαθῶμεν; D.20.22, οὕτω διαθεὶς ὁ Φίλιππος τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας D.18.168
en v. pas. tener una determinada disposición contra, estar predispuesto contra, mostrarse en contra de πολλοὶ ... πρός με οὕτω διετέθησαν, ὥστε ἀτεχνῶς δάκνειν ἕτοιμοι εἶναι Pl.Tht.151c, πρὸς δὲ τοὺς ἐπιπλήττοντας ... ὑμᾶς οὕτω διατίθεσθε δυσκόλως ὥσπερ ... estáis tan malhumorados contra los que os reprenden como para ... Isoc.8.14;
d) c. πρός y ac. de abstr., en sent. posit. πρὸς τὸ σωφρονέστερον διαθεῖναι disponer hacia la prudencia Aristid.Or.35.26.
B tr., en usos esp. de v. med.-pas.
I 1disponer de lo que es propio, hacer lo que uno quiera con lo propio τὴν δὲ θυγατέρα ... ἐπιτρέπω διαθέσθαι ὅπως ἂν σὺ βούλῃ te confío a mi hija para que dispongas de ella como quieras X.Cyr.5.2.7, τὰ ... σώματα τὰ σφέτερ' αὐτῶν ἐπονειδίστως διατιθεμένων Isoc.12.140.
2 poner a la venta, vender c. ac. de cosas τὸν φόρτον Hdt.1.1, 194, τὰ αἰχμάλωτα X.HG 4.5.8, ἔλαιον καὶ κίκι PRev.Laws 48.4 (III a.C.), τοὺς καρπούς BGU 1311.4 (II a.C.), τὰ ὤνια SEG 32.1149.8 (Magnesia del Meandro III d.C.), cf. X.An.7.3.10, Ath.2.11, D.2.16, D.S.1.66, σῖτον καὶ οἶνον ... τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31
c. dat. vender algo a alguien ζῴων διαμερισθέντων μάγειροι διατιθέσθων ξένοις Pl.Lg.849d.
3 emplear, gastar c. giros prep. c. πρός o εἰς: τὰς οὐσίας ... εἰς εὐωχίας Plb.20.6.5, cf. Plu.Pel.34, διατεθεῖσθαι τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ λόγου πρὸς τὰ ... μὴ προσδεόμενα λόγου haber empleado la mayor parte del discurso en lo que no necesita de discurso Plb.12.25k.10, cf. Plu.2.789c
fig. τὴν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν ... αἰσχρὸν διατίθεσθαι emplear la belleza y la sabiduría de un modo vergonzoso X.Mem.1.6.13, cf. Plu.2.530a
descargar, dirigir τὸ πλεῖον τῆς ὀργῆς ... εἰς τοὺς θεοὺς διετίθετο descargó casi toda su ira contra los dioses Plb.16.9.2, cf. 4, 23.15.1, 32.15.8.
4 poner en manos de o a disposición de gener. c. dat. ὠφέλειαν τοῖς ἐμπόροις Plb.14.7.3, διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατὴρ μου βασιλείαν Eu.Luc.22.29
esp. jur.:
a) disponer la herencia τά τε οἰκεῖα τὰ αὑτοῦ διέθετο ὅπως αὐτῷ ἐδόκει Lys.13.41, cf. AP 11.382.20 (Agath.), Iust.Nou.159.3
legar por testamento a, dejar en herencia a τὴν οὐσίαν ἑτέρῳ Is.7.1;
b) decidir por testamento, disponer en el testamento ἐτετελευτήκει ταῦτα διαθέμενος D.36.8, cf. Isoc.19.38, ὑπεύθυνος ἔσται προστείμοις ... καθὰ καὶ διεθέμην RKilikien 179.10
esp. en la fórmula τάδε διέθετο dispuso por testamento lo siguiente τάδε διέθετο νοοῦσα καὶ φρονοῦσα Ἐπικτήτα IMaff.31.1.2 (III a.C.), cf. ISinuri 45.4 (heleníst.), BGU 1285.3 (I a.C.), τάδε διέθετο ὑγιαίνων νοῶν φρονῶν Δρύτων PGrenf.1.21.1 (II a.C.), τάδε διέθετο Ἀριστοτέλης D.L.5.12;
c) c. ac. int. δ. διαθήκην, διαθήκας hacer testamento Lys.19.39, Pl.Lg.922c, 923e;
d) abs. testar, hacer testamento εὖ φρονῶν διέθετο Lys.19.41, cf. Pl.Lg.922b, Is.10.9, Arcesil.Ep.p.131, μὴ διαθέμενος ab intestato Arist.Pol.1270a28, cf. Pl.Lg.924e, ὁ διαθέμενος el testador, Ep.Hebr.9.16, cf. PBodl.47.16 (VI d.C.)
c. dat. testar en favor de Isoc.19.43.
II en cont. literario
1 pronunciar, alegar, aducir πολλοὺς ἐπαίνους D.H.3.17, δημηγορίαν D.H.11.7, κατηγορίαν Plb.8.10.12, λοιδορίαν Plb.12.13.2, ῥῆσιν ἐπὶ ἑαυτοῦ Luc.Herm.1
λόγον (λόγους) διατίθεσθαι hacer un discurso ἐξ αὐτοπαθείας ... διατιθεμένου τοὺς λόγους haciendo un discurso extraído de su experiencia personal Plb.3.108.2, cf. 18.4.1, D.S.12.17, FD 1.228.6 (I a.C.), Plu.Arat.1
componer un discurso ἐν οἴκῳ κατακείμενοι τούτους διατίθενται τοὺς λόγους Plb.12.26c.2, cf. D.S.12.13
hablar Καλλιστράτου ... τὸν λόγον διαθεμένου tomando la palabra Calístrato D.S.15.38, πλείω τοῦ καθήκοντος διατιθέμενοι λόγον Plb.15.36.10, cf. 6.46.6, 9.32.9, 12.28.10, SEG 34.1198.23 (Lidia II a.C.).
2 explicar, exponer, narrar ἀγῶνας Plb.29.12.3, πολλὰ ... καὶ ματαίως Plb.12.25i.9, πολλὴν ... τερατείαν Plb.2.17.6, τὰ μὲν περὶ τὴν Λητὼ ποιητικώτερα, τὸν δ' Ἐπιτάφιον ἐπιδεικτικῶς ... διέθετο expuso la historia de Leto de forma muy poética, y el epitafio en estilo epidíctico Longin.34.2, τοῖς ὀνόμασιν εὖ διαθέσθαι (τὰς πράξεις) Isoc.4.9, cf. Arist.Rh.1403b20, εἰς καλὸν διαθέσθαι τὰ πεπραγμένα exponer los hechos bellamente en una obra histórica, Luc.Hist.Cons.51
tb. en v. act. contar, relatar μύθους Plb.3.38.3.
3 recitar las obras ajenas ὑποκριτὴς καλῶς διατιθεὶς ... ποιήματα Pl.Chrm.162d, ῥαψῳδὸν δέ, καλῶς Ἰλιάδα ... διατιθέντα Pl.Lg.658d, ἐξαπέστειλε τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν διαθησομένους ... τὰ ποιήματα mandó a los artistas de más melodiosa voz para que recitaran sus poemas D.S.15.7, cf. Plu.2.379a, tb. las propias obras ποιητὰν ... διαθησιόμενον τὰ πεπραγματευμένα ὑπ' αὐτῶ ICr.1.8.12.7 (II a.C.).
C intr. en v. med.-pas
1 c. giro prep. c. ἐν, en sent. posit., estar en buena disposición hacia, estar complacido con πάνυ οὖν διατεθέντες ἐν τῷ ἀποστόλῳ A.Thom.A 26
abs. estar en buena disposición, recobrar el sentido, serenarse γνωρίζεις ... διὰ τί σε εὔχομαι, τέκνον, ὅπως διατεθῇς; A.Andr.Gr.42.5.
2 estar persuadido de c. ὅτι: διατεθέντες ὅτι Θεοῦ κρίσει ταῦτα ἐπιτελεῖται Didym.M.39.1252C, cf. Cyr.Al.M.70.1105D.

German (Pape)

[Seite 606] (s. τίθημι), 1) auseinander stellen, legen; τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δὲ ἐπ' ἀριστερά. Her. 7, 39; dah. = gehörig verteilen, anordnen; τὰ τοῦ πολέμου Thuc. 6, 15; θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα Xen, Mem. 2, 1, 27; bes. ἀγῶνας, πανήγυριν, Hell. 6, 4. 30. 7, 4, 29; Sp. – Von Schauspielern u. Rhapsoden, vortragen; τὰ ποιήματα Plat. Charm. 162 d; Legg. II, 658 d. Anders Plut. Lucull. 1, διατιθέναι καὶ συντάττεσθαι τὴν ἱστορίαν; u. geradezu = beschreiben, Strab. I, 9 u. öfter. – 2) in einen Zustand versetzen, c. adv.; ἀπόρως τινά, Lys. 13, 11; ὧδε ἀνηκέστως, Her. 3, 155; τὸ λουτρὸν ὡς διέθηκέ με Ath. I, 18 c; οὕτως αὐτοὺς διέθεμεν, ὥστε Isocr. 4, 117; ἀνόμως τὴν πόλιν ibd. 113; ἀπίστως τινά, mißtrauisch machen, Dem. Lept. 22; Xen. Hell. 5, 1, 4 u. A.; τὸ αὐτὸ τοῦτο, in denselben Zustand, Luc. Nigr. 38; also sowohl von äußeren Zuständen, Jemanden übel zurichten, als von Gemüthsstimmungen, Jemanden so stimmen. – So auch pass., δεινῶς διετέθη Lys. 3, 27; εὐμενῶς διατεθῆναι πρός τινα, mild gegen ihn gestimmt worden sein, Isocr. 4, 28; 43; οὕτω διετέθην Plat. Euthyd. 303 b; Theaet. 151 c; τῷ τὸ σῶμα διατεθειμένῳ κακῶς Men. Stob. flor. 93, 14; vgl. διάκειμαι. Auch Sp.; πῶς οἴει τὴν ψυχὴν διατεθεῖσθαι Luc. Nigr. 24; ἐρωτικῶς τῆς Χλόης διετέθη, wurde in sie verliebt, Long. 1, 15; vgl. Plat. conv. 207 c. – Med., sein Eigenthum anordnen, darüber verfügen; – a) bes. durch ein Testament, διαθήκας, Is. 1. 3. 20; τὰ ἑαυτοῦ 6, 5; Plat. Legg. XI, 922 e; μὴ διαθέμενος, obne Testament, Is. 7, 19; Arist. Pol. 2, 9; oft bei Rednern, τὴν οὐσίαν τινί, vermachen, Is. – b) über etwas wie sein Eigenthum verfügen, τὴν θυγατέρα ἰπιτρέπω διαθέσθαι ὅπως ἂν σὺ βούλῃ Xen. Cyr. 5, 2, 7. – c) Waaren ausstellen, verlaufen, absetzen; φόρτον Her. 1, 1. 194; Dem. 2, 16, Schol. διαπιπράσκειν; vgl. Isocr. 4, 42; Xen. An. 7, 3, 10; Pol. 14, 7. – d) übh. = anordnen; τὴν ἀποδημίαν Andoc. 4, 30; λόγους, Reden halten, Pol. 3, 108, 2; D. Sic. 12, 17; δημηγορίαν Dion. Hal. 1 1, 7; ἔπαινόν τινος 3, 17, u. ä. Sp.; διαθήκην, τινί, einen Vertrag schließen, Ar. Av. 439; τὴν σχολήν, seine Muße anwenden, εἰς καλόν, Luc. merc. cond. 25, wie τὴν ὥραν καλόν Xen. Mem. 1, 6, 13; τὴν διατριβήν Philops. 29, u. a. Sp.; – ἔριν, Streit beilegen, Xen. Mem. 2, 6, 23.

French (Bailly abrégé)

f. διαθήσω, ao. διέθην, etc.
1 disposer çà et là, distribuer, répartir : δ. τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά HDT placer une moitié (du corps d'un enfant) à droite (d'une route) l'autre moitié à gauche;
2 disposer, organiser, régler : θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα XÉN les dieux ont disposé ou réglé ce qui est, càd toute chose ; δ. ἀγῶνας XÉN instituer des concours ; particul. disposer en détail ; exposer, raconter, décrire;
3 traiter bien ou mal : δ. τὰ τοῦ πολέμου κράτιστα THC mener la guerre pour le mieux ; δ. τινὰ ἀνηκέστως HDT traiter qqn avec barbarie;
4 disposer bien ou mal, mettre dans telle ou telle disposition d'esprit ou de corps : δ. τὸν ἀκροατήν ARSTT mettre l'auditeur dans qqe disposition d'esprit ; οὕτω δ. τινὰ ὥστε ISOCR mettre qqn dans une telle disposition d'esprit ou de caractère que ; Pass. être disposé de telle ou telle façon, être dans telle ou telle disposition d'esprit : δυσκόλως διατίθεσθαι πρός τινα ISOCR avoir pour qqn des dispositions malveillantes;
Moy. διατίθεμαι (f. διαθήσομαι, ao. διεθέμην, etc.) disposer, régler : ἔριν συμφερόντως XÉN arranger un différend pour le bien commun des parties ; en parl. d'affaires disposer (d'une propriété, d'un bien, etc.), vendre ou échanger : δ. φορτόν HDT mettre sa cargaison en vente ; διατίθεσθαι τὴν θυγατέρα XÉN régler la situation de sa fille, càd l'établir ; particul. disposer par testament.
Étymologie: διά, τίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τίθημι, indic. aor. act. plur. later ook διεθήκαμεν, διεθήκατε, διέθηκαν ordenen, rangschikken, inrichten:; τὰ κρέα het vlees rangschikken Hdt. 1.132.3; δ. τὸ μὲν ἐπὶ δεξιὰ τῆς ὁδοῦ, τὸ δὲ ἐπ’ ἀριστερα de ene helft aan de rechterkant van de weg plaatsen, de andere aan de linkerkant Hdt. 7.39.3; regelen:; τὸ πᾶν... διαθεῖναι alles regelen Thuc. 1.126.8; κράτιστα δ. τὰ τοῦ πολέμου krachtdadig de oorlogszaken aanpakken Thuc. 6.15.4; ἀγῶνας δ. wedstrijden organiseren Xen. Hell. 6.4.30; med. zijn zaken regelen, arrangeren:; τὴν δὲ θυγατέρα... ἐπιτρέπω διαθέσθαι ὅπως ἂν σὺ βούλῃ ik vertrouw u mijn dochter toe opdat u naar goeddunken over haar beschikt Xen. Cyr. 5.2.7; bijleggen:; τὴν ἔριν... διατίθεσθαι de onenigheid bijleggen Xen. Mem. 2.6.23; τά τε οἰκεῖα τὰ αὑτοῦ διέθετο ὅπως αὐτῷ ἐδόκει hij arrangeerde zijn eigen bezittingen zoals het hem goed dunkte Lys. 13.41; spec.: per testament regelen:; αἱ διαθῆκαι, ἃς διέθετο de testamentaire regelingen die hij had gemaakt Lys. 19.39; abs. testament maken. μὴ διαθέμενος zonder testament Aristot. Pol. 1270a28. presenteren, uitstallen:; κακῶς διατιθέντι τὰ ἑαυτοῦ ποιήματα die zijn eigen werken slecht voordraagt Plat. Chrm. 162d; med. zijn (eigen) waren te koop bieden; · διατίθεσθαι τὸν φόρτον hun lading uitstallen Hdt. 1.1.2; overdr.: παροιμίαν... παλαιὰν διατίθεται hij presenteert een oud spreekwoord Plut. Arat. 1.1; εἰς καλὸν διαθέσθαι τὰ πεπραγμένα de gebeurtenissen op een fraaie manier presenteren Luc. 59.51. in een (bepaalde) toestand brengen:; τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως de toehoorder in een bepaalde gemoedstoestand brengen Aristot. Rh. 1356a3; pass. in een bepaalde toestand raken:. οὐκ ἂν ἡγοῦμαι δύνασθαι χεῖρον ἢ νῦν διατεθῆναι ik denk niet dat zij in een slechtere positie dan nu hadden kunnen raken Demosth. 9.1; ἐρωτικῶς... πρὸς αὐτὴν διατεθείς op haar verliefd geworden Plut. Cl. 1.3. behandelen, pass.:; ληφθεὶς οὐ ῥᾳδίως διετέθη toen hij gegrepen was werd hij niet zachtzinnig behandeld Thuc. 6.57.4; pregn. mishandelen:. σεωυτὸν ἀνηκέστως διαθεῖναι jezelf onherstelbaar verminkt hebben Hdt. 3.155.3; ταλαιπωροῦσι... μήτε πολεμίων διατιθέντων zij ploeteren zonder dat vijanden hen mishandelen Luc. 37.38.

Russian (Dvoretsky)

διατίθημι:
1 раскладывать, располагать, размещать, расставлять (τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ. ἐπ᾽ ἀριστερά Her.);
2 разливать (οἶνον εἰς ὀστράκια Arst.);
3 устраивать, учреждать (τὰ ὄντα Xen.; ἀγῶνας Xen., Arst., Plut.; Διονύσια Arst.); med. устанавливать, составлять (νόμους Plat.; διαθήκην Arph. и διαθήκας Lys.);
4 направлять, вести (κράτιστα τὰ τοῦ πολέμου Thuc.): καλῶς διατεθεῖσθαι Plut. быть хорошо использованным;
5 med. завещать (τὴν οὐσίαν τινί Isae. и τὰ ἑαυτοῦ Plat.): ἂν ἀποθάνῃ μὴ διαθέμενος Arst. если он умрет, не оставив завещания;
6 приводить в (то или иное) состояние, делать: καλὸν πρᾶγμα κακῶς διαθεῖναι Dem. испортить хорошее дело; ἀπόρως διατεθείς Lys. поставленный в безвыходное положение; ἐρωτικῶς διατίθεσθαι Plat. быть влюбленным; τινὰ εὖ διαθεῖναι πρός τινα Arst. расположить кого-л. в чью-л. пользу; τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως Arst. привести слушателя в то или иное настроение; διαθεῖναι ὁμοίως τινά Plut. склонить к своему мнению, т. е. убедить кого-л.; ἐμπαθέστερον διατεθείς Plut. огорченный; ἀνόμως διαθεῖναι τὴν πόλιν Isocr. сделать город жертвой беззаконий; δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Luc. жестоко избитый;
7 med. распоряжаться: διαθέσθαι τινά Xen. распорядиться кем-л. (по своему усмотрению);
8 med. улаживать (ἔριν συμφερόντως ἀλλήλοις Xen.);
9 med. публично читать (λόγους Polyb., Diod., Plut.): τῇ λέξει διαθέσθαι τι Arst. изложить что-л. в литературной форме;
10 med. выставлять на продажу (τι Her., Xen., Isocr., Plat., Arst.): δ. τι τριπλασίας τιμῆς Dem. продавать что-л. втрое дороже.

Greek (Liddell-Scott)

διατίθημι: μέλλ. -θήσω, θέτω χωρίς, τακτοποιῶ ἕκαστον εἰς τὴν ἰδίαν του θέσιν, διευθετῶ, διανέμω, Λατ. disponere, τὰ κρέα, κατὰ τὴν θυσίαν, Ἡρόδ. 1. 132· τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ’ ἐπ’ ἀριστερὰ ὁ αὐτ. 7. 39· θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 27· δ. οἶνον εἰς ὀστράκια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 4, 3. ΙΙ. κυβερνῶ, διαχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, μετ’ ἐπιρρ., κράτιστα δ. τὰ τοῦ πολέμου Θουκ. 6. 15· καλὸν πρᾶγμα κακῶς δ. Δημ. 369. 13· ἐπὶ προσώπων, δ. τινὰ ἀνηκέστως Ἡρόδ. 3. 155. ― Παθ., οὐ ῥᾳδίως διετέθη Θουκ. 6. 57· ἀπόρως διατεθέντας, περιπεσόντας εἰς ἔνδειαν, Λυσ. 151. 24· ἀθλίως διατίθεσθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β. 2) οὕτω διατιθέναι τινά, κάμνω τινὰ νὰ διατεθῇ οὕτω, παρέχω εἰς αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα τοῦτον, τὰς κλίσεις, κτλ., Ἰσοκρ. 98Α· οἰκειότερον δ. τινὰ ὁ αὐτ. 266C· οὕτω διαθεὶς… τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας Δημ. 284. 14· δ. τινὰς ἀπίστως πρός τινας ὁ αὐτ. 463. 19· τὸν ἀκροατήν δ. πως Ἀριστ. Ρητ. 1. 2. 3·― οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., διατίθεμαι, λαμβάνω διάθεσίν τινα, πρός τινα Πλάτ. Θεαιτ. 151C, Ἰσοκρ. 161Ε· τὸν εἰρημένον τρόπον Ἀριστ. Πολ. 5. 2, 4· ἐρωτικῶς δ. Πλάτ. Συμπ. 207C· πρβλ. διάκειμαι, ὅπερ πολλάκις χρησιμεύει ὡς παρακείμ. τοῦ διατίθεμαι. ΙΙΙ. ἐκθέτω, διηγοῦμαι, παριστάνω, ἐπὶ ἀγορητῶν, ἀοιδῶν, κτλ., ἀπαγγέλω, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Νόμ. 658D· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ πρβλ. Β. 6. 2) περιγράφω, Στράβ. 9, κτλ. Β. Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω τι κατὰ τὴν ἐμὴν βούλησιν, τὴν θυγατέρα Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· τὰ σώματα ἐπονειδίστως δ. Ἰσοκρ. 261Ε· οὒθ’ ὅσ’ ἂν πορίσωσι…, ταῦτ’ ἔχοντες διαθέσθαι Δημ. 22. 27, πρβλ. 840. 5· εἰς καλὸν δ. τὰ πεπραγμένα Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 51. πρβλ. Μισθ. Συν. 25· δ. τὴν οὐσίαν εἴς τι Πολύβ. 20. 6, 5· τὴν ὀργὴν εἴς τινα ὁ αὐτ. 16. 1, 2. 2) διαθέτω τὴν ἐμὴν οὐσίαν, διὰ διαθήκης, Πλάτ. Νόμ. 922C, ἑπομ., Ἰσαῖ. 44. 39., 63. 5· δ. διαθήκας, κάμνω διαθήκην, Λυσ. 155. 23· ἢν ἀποθάνῃ μὴ διαθέμενος, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ διαθήκην, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15· ὁ δ., ὁ διὰ διαθήκης διαθέτων, ὁ τὴν διαθήκην ποιησάμενος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 16. 3) ἐκθέτω πρὸς πώλησιν, διαθέτω ἐμπορεύματα, πωλῶ, Ἡρόδ. 1. 1, 194, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 10, Ἀθην. 2, 11, Πλάτ. Νόμ. 489D· δ. τήν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 13. 4) ἀμοιβαίως τακτοποιῶ ἢ διορίζω, δ. διαθήκην τινί, κάμνω διαθήκην πρός τινα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 439, Κ. Δ.· δ. διαθήκην πρός τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 25· ἔριν δ. ἀλλήλοις, καταπαύειν φιλονικίαν, Λατ. litem componere, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 23. 5) συνθέτω, συντάττω, νόμους Πλάτ. Νόμ. 834Α. β) λέγω, ἐκθέτω, ἀπαγγέλλω, λόγους, δημηγορίαν, κτλ., Πολύβ. 3. 108, 2, κτλ. δ. ῥῆσιν ἐφ’ ἑαυτοῦ Λουκ. Ἑρμοτ. 1· πρβλ. Schäf. Mel. σ. 29, Heind. Πλάτ. Χαρμ. 162D.

English (Thayer)

to place separately, dispose, arrange, appoint, (cf. διά, C. 3). In the N.T. only in the middle, present διατίθεμαι; 2nd aorist διεθέμην; future διαθήσομαι;
1. to arrange, dispose of, one's own affairs;
a. τί, of something that belongs to one (often so in secular authors from Xenophon down); with the dative of person added, in one's favor, to one's advantage; hence, to assign a thing to another as his possession: τίνι βασιλείαν (to appoint), to dispose of by will, make a testament: Plato, legg. 11, p. 924e.; with διαθήκην added, ibid., p. 923c., etc.).
2. διατίθεμαι διαθήκην τίνι (פּ אֶת בֲּרִית כָּרַת, to make a covenant, enter into covenant, with one, (cf. Winer's Grammar, 225 (211); Buttmann, 148 (129f)): πρός τινα, μετά τίνος, συντίθεμαι πρός τινα, αἱ πρός τινα συνθηκαι, Xenophon, Cyril 3,1, 21. (Compare: ἀντιδιατίθημι.)

Greek Monolingual

διατίθημι (AM)
1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.)
2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι»)
αρχ.
I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῦ πολέμου», Θουκ.)
2. προκαλώ τις κλίσεις, τη διάθεση κάποιου («οὕτω διατιθέναι τινά», Ισοκρ.)
3. εκθέτω, διηγούμαι, εκφωνώ, απαγγέλλω
4. περιγράφω
5. ορίζω, διευθύνω («ἐδεήθησαν αὐτοῦ τὸν ἀγῶνα διαθεῖναι», Πλούτ.)
II. (μέσ. -εμαι)
1. τακτοποιώ, διαθέτω κατά τη δική μου βούληση
2. πουλώ
3. συνθέτω, συντάσσω
4. λέγω, εκθέτω
III. 1. παθ. αποκτώ μια διάθεση
2. δαπανώ, ξοδεύω («τὰ εἰσπραχθέντα διετέθησαν εἰς ἐπειγούσας ἀνάγκας», Πολύβ.)
3. (η μτχ. ως ουσ.) ο διαθεμένος
ο διαθέτης.

Greek Monotonic

διατίθημι: μέλ. -θήσω,
Α. I. τοποθετώ ξεχωριστά, κανονίζω, διαρρυθμίζω, τακτοποιώ καθετί στο δικό του ξεχωριστό μέρος, ταξινομώ, τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τό δ' ἐπ' ἀριστερά, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. διαχειρίζομαι, κυβερνώ καλά ή άσχημα, με επίρρ., κράτιστα διατιθέναι τὰ τοῦ πολέμου, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, δ. τινα ἀνηκέστως, μεταχειρίζεται με βαρβαρότητα, σε Ηρόδ. — Παθ., οὐ ῥαδίως διετέθη, δεν του συμπεριφέρθηκαν ή δεν τον αντιμετώπισαν πολύ ευγενικά, σε Θουκ.
2. οὕτω διατιθέναι τινά, προδιαθέτω κάποιον έτσι ή έτσι, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. απαριθμώ, εκθέτω, διηγούμαι, απαγγέλλω, στον ίδ. Β. 1. Μέσ., κανονίζω όπως μου αρέσει, τακτοποιώ, διαθέτω σύμφωνα με την αρεσκεία μου, τὴν θυγατέρα, σε Ξεν. κ.λπ.
2. διαθέτω σε κάποιον την περιουσία, τη μεταβιβάζω με διαθήκη, σε Πλάτ., ὁ διαθέμενος, κληροδότης, διαθέτης, σε Καινή Διαθήκη
3. εκθετώ προς πώληση, διαθέτω προς εμπόριο, εμπορεύομαι, πουλώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
4. διακανονίζω αμοιβαίως, δ.διαθήκην τινί, συνάπτω συμβόλαιο με κάποιον, σε Αριστοφ., Κ.Δ.· πρός τινα, στο ίδ.· ἔριν δ. ἀλλήλοις, δημιουργώ διαμάχη με κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -θήσω
I. to place separately, arrange each in their own places, dispose, τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά Hdt.; so Xen., etc.
II. to manage well or ill, with an adv., κράτιστα διατιθέναι τὰ τοῦ πολέμου Thuc.; of persons, δ. τινὰ ἀνηκέστως to treat him barbarously, Hdt.,:—Pass., οὐ ῥᾳδίως διετέθη he was not very gently treated or handled, Thuc.
2. οὕτω διατιθέναι τινά to dispose one so or so, Plat., etc.
III. to recite, Plat.
B. Mid. to arrange as one likes, to dispose of, τὴν θυγατέρα Xen., etc.
2. to dispose of one's property, devise it by will, Plat.: ὁ διαθέμενος the devisor, testator, NTest.
3. to set out for sale, dispose of merchandise, Hdt., Xen.
4. to arrange mutually, δ. διαθήκην τινί to make a covenant with one, Ar., NTest.; πρός τινα Ar.; ἔριν δ. ἀλλήλοις to settle a quarrel with one, Xen.

Chinese

原文音譯:diat⋯qemai 笛阿-提帖買
詞類次數:動詞(7)
原文字根:經過-安置 相當於: (כָּרַת‎) (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎)
字義溯源:部署,法令,設立,立,立遺命,賜給,指派;由(διά)*=通過)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(7);路(2);徒(1);來(4)
譯字彙編
1) 立遺命的人(2) 來9:16; 來9:17;
2) 賜給(2) 路22:29; 路22:29;
3) 我要⋯立的(2) 來8:10; 來10:16;
4) 所立的(1) 徒3:25

Lexicon Thucydideum

disponere, to arrange, 1.126.8, 6.15.4,
PASS. haberi, tractari, to be discussed, debated, 6.57.4.