enjoin

English > Greek (Woodhouse)

verb transitive

P. and V. κελεύειν; (τινά τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι), ἐπιτάσσειν (τινί τι), προστάσσειν (τινί τι), ἐπιστέλλειν (τινί τι), Ar. and V. ἐφίεσθαι; (τινί τι); see command, requisition.