ingenioso
Spanish > Greek
ἀγχίφρων, ἀρχιτέκτων, ἀστεῖος, γλαφυρός, δεξιός, δοξαστικός, εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος
ἀγχίφρων, ἀρχιτέκτων, ἀστεῖος, γλαφυρός, δεξιός, δοξαστικός, εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος