ministration

English > Greek (Woodhouse)

substantive

service: P. διακονία, ἡ, P. and V. ὑπηρέτημα, τό; see service.

ministration on the sick: P. and V. θεραπεία, ἡ, V. παιδαγωγία, ἡ.

on a god: P. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό.