of marriage
English > Greek (Woodhouse Extra)
νυμφικός, γαμικός, γαμήλιος, νυμφευτήριος, νυμφίδιος
⇢ Look up "of marriage" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
νυμφικός, γαμικός, γαμήλιος, νυμφευτήριος, νυμφίδιος