νυμφευτήριος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
α, ον, nuptial, τὰ ν., = νύμφευμα, E.Tr.252.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne la fiancée, le mariage.
Étymologie: νυμφευτήρ.
German (Pape)
die Braut, Ehe betreffend, λέκτρων σκότια νυμφευτήρια, Eur. Troad. 252.
Russian (Dvoretsky)
νυμφευτήριος: брачный: τὰ νυμφευτήρια Eur. брачный союз.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφευτήριος: -α, -ον, γαμήλιος, τὰ ν. = νύμφευμα, Εὐρ. Τρῳ. 252.
Greek Monolingual
νυμφευτήριος, -ία, -ον (Α)
1. σχετικός με τον γάμο, γαμήλιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφευτήριον
ο νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφευτήρια
τα νυμφευμένα πρόσωπα, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. πομπευτήριος)].
Greek Monotonic
νυμφευτήριος: -α, -ον, γαμήλιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
νυμφευτήριος, η, ον
nuptial, Eur. [from νυμφευτής