νυμφευτήριος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφευτήριος Medium diacritics: νυμφευτήριος Low diacritics: νυμφευτήριος Capitals: ΝΥΜΦΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: nympheutḗrios Transliteration B: nympheutērios Transliteration C: nymfeftirios Beta Code: numfeuth/rios

English (LSJ)

α, ον, nuptial, τὰ ν., = νύμφευμα, E.Tr.252.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la fiancée, le mariage.
Étymologie: νυμφευτήρ.

German (Pape)

die Braut, Ehe betreffend, λέκτρων σκότια νυμφευτήρια, Eur. Troad. 252.

Russian (Dvoretsky)

νυμφευτήριος: брачный: τὰ νυμφευτήρια Eur. брачный союз.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφευτήριος: -α, -ον, γαμήλιος, τὰ ν. = νύμφευμα, Εὐρ. Τρῳ. 252.

Greek Monolingual

νυμφευτήριος, -ία, -ον (Α)
1. σχετικός με τον γάμο, γαμήλιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφευτήριον
ο νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφευτήρια
τα νυμφευμένα πρόσωπα, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. πομπευτήριος)].

Greek Monotonic

νυμφευτήριος: -α, -ον, γαμήλιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυμφευτήριος, η, ον
nuptial, Eur. [from νυμφευτής

English (Woodhouse)

of marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)