outpost
English > Greek (Woodhouse)
substantive
vedette: P. πρόσκοπος, ὁ (Xen.).
men on outpost duty: P. προφύλακες. οἱ.
military station: P. περιπόλιον, τό, φυλακτήριον, τό, P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό.
vedette: P. πρόσκοπος, ὁ (Xen.).
men on outpost duty: P. προφύλακες. οἱ.
military station: P. περιπόλιον, τό, φυλακτήριον, τό, P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό.