overture
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον, τό.
overtures, negotiations: P. and V. λόγοι, οἱ, V. ἐπικηρυκεύματα, τά.
make overtures to, v.: Ar. and P. ἐπικηρυκεύεσθαι (dat.), P. προσφέρειν λόγους (dat.), διακηρυκεύεσθαι πρός (acc.).