φροίμιον
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
τό, contr. for προοίμιον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1307] τό, zsgzgn = προοίμιον, w. m. s. (wie φροῦδος statt πρὸ ὁδοῦ); oft bei Aesch., z. B. φροίμιον χορεύσομαι Ag. 31; θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον τόδε 803, vgl. 1189; übh. Anfang, Suppl. 810; oft bei Eur.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prélude ; commencement, exorde.
Étymologie: contr. de προοίμιον.
Russian (Dvoretsky)
φροίμιον: τό (атт. стяж. к προοίμιον) вступление, начало Aesch., Luc.: τὸ φ. οὐκ εὐτυχές Eur. неблагоприятное начало.
Greek (Liddell-Scott)
φροίμιον: τό, συνῃρ. ἀντὶ προοίμιον, ὡς τὸ φροῦδος ἀντὶ πρὸ ὁδοῦ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. προοίμιο.
Greek Monotonic
φροίμιον: τό, συνηρ. αντί προ-οίμιον, όπως φροῦδος αντί πρὸ ὁδοῦ.
Middle Liddell
φροίμιον, ου, τό, [contr. for προοίμιον, as φροῦδος for πρὸ ὁδοῦ.]
Frisk Etymology German
φροίμιον: {phroímion}
See also: s. οἴμη.
Page 2,1044
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πρόλογος). Ἀντί προοίμιον → πρό + οἶμος (=δρόμος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.