prelude
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον, τό.
strike up a prelude, v.: Ar. ἀναβάλλεσθαι.
mention by way of prelude: P. προοιμιάζεσθαι. V. φροιμιάζεσθαι.
P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον, τό.
strike up a prelude, v.: Ar. ἀναβάλλεσθαι.
mention by way of prelude: P. προοιμιάζεσθαι. V. φροιμιάζεσθαι.