purificador
Spanish > Greek
ἅγνισμα, ἁγνιστικός, ἁγίτης, ἁγνιστής, ἀγήλατος, ἁγνόπολος, διασμηκτικός, διακαθαρτικός, ἁγνίτης, ἁγνοποιός, ἐλατήριος
ἅγνισμα, ἁγνιστικός, ἁγίτης, ἁγνιστής, ἀγήλατος, ἁγνόπολος, διασμηκτικός, διακαθαρτικός, ἁγνίτης, ἁγνοποιός, ἐλατήριος