radiate
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
distribute: P. and V. διαδιδόναι, διαφέρω, διαφέρειν.
move in a circle: P. and V. κυκλεῖσθαι, στρέφεσθαι, P. περιφέρεσθαι.
emit light: see shine.
distribute: P. and V. διαδιδόναι, διαφέρω, διαφέρειν.
move in a circle: P. and V. κυκλεῖσθαι, στρέφεσθαι, P. περιφέρεσθαι.
emit light: see shine.