sharer
English > Greek (Woodhouse)
substantive
fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, V. συνεργάτης, ὁ, fem., συνεργάτις, ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ; see partner.
fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, V. συνεργάτης, ὁ, fem., συνεργάτις, ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ; see partner.