partner
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. κοινωνός, ὁ or ἡ, συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, μέτοχος, ὁ or ἡ, σύννομος, ὁ or ἡ, V. σύνθακος, ὁ or ἡ, συνεργάτης, ὁ.
Fem., συνεργάτις, ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ; see companion.
of a husband or wife: P. and V. σύννομος, ὁ or ἡ; see consort.
a noble partner of my bed: V. ὦ γενναῖα συγκοιμήματα (Euripides, Andromache 1273).
Dutch > Greek
κοινεών, κοινών, κοινωνός, παράσειρος, σύζυγος, σύμβιος, σύνθακος, συνθιασώτης