stripe
English > Greek (Woodhouse)
substantive
blow: P. and V. πληγή, ἡ. V. πλῆγμα, τό.
variegation: P. and V. ποίκιλμα, τό.
verb transitive
P. and V. ποικίλλειν, P. διαποικίλλειν.
blow: P. and V. πληγή, ἡ. V. πλῆγμα, τό.
variegation: P. and V. ποίκιλμα, τό.
P. and V. ποικίλλειν, P. διαποικίλλειν.