P. and V. μιαίνειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, P. καταρρυπαίνειν, V. χραίνειν; (also Plato but rare P.), χρώζειν, κηλιδοῦν; see defile.
Met., P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν.