transcend
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
surpass: P. and V. ὑπερφέρειν (acc. or gen.), κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.); see surpass.
exceed: P. and V. ὑπερβάλλειν, P. ὑπερβαίνειν.
surpass: P. and V. ὑπερφέρειν (acc. or gen.), κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.); see surpass.
exceed: P. and V. ὑπερβάλλειν, P. ὑπερβαίνειν.