ἀλλαντοποιός

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of sausages, Hsch. Mil.7 A 3, D.L.2.60.

German (Pape)

[Seite 102] ὁ, Wurstmacher, Diog. L. 2, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀλλᾶντας, Διογ. Λ. 2. 60.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
morcillero, Αἰσχίνης Χαρίνου ἀλλαντοποιοῦ D.L.2.60, cf. Hsch.Mil.7A3M.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].