ἀλλαντοποιός
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ὁ, maker of sausages, Hsch. Mil.7 A 3, D.L.2.60.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
morcillero, Αἰσχίνης Χαρίνου ἀλλαντοποιοῦ D.L.2.60, cf. Hsch.Mil.7A3M.
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, Wurstmacher, Diog. L. 2, 60.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλαντοποιός: ὁ колбасник Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλαντοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀλλᾶντας, Διογ. Λ. 2. 60.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].
Translations
sausagemaker
Catalan: salsitxaire; English: maker of sausages, sausage maker, sausage-maker, sausagemaker; German: Wurstmacher, Wurster; Greek: αλλαντοποιός; Ancient Greek: ἀλλαντοποιός; Plautdietsch: Worschtstoppa; Romanian: cârn; Spanish: morcillero