Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + βελάζω].