αναβελάζω

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά
2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + βελάζω].