αναλωτικός

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναλωτικός, -ή, -όν) ἀναλωτής
αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος
νεοελλ.
αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός.