ἀμάνδαλος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

German (Pape)

[Seite 115] = ἀφανής, Alcaeus bei E. M. u. dav. ἀμανδαλόω, = ἀφανίζω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάνδᾰλος: ἀφανής, ὡς εἰ ἦτο ἀμάλδανος ἐκ τοῦ ἀμαλδύνω, Ἀλκαῖος 122, Ἐτυμ. Μ. 76. 51.

Spanish (DGE)

(ἀμάνδᾰλος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
oscurecido, aniquilado Alc.404.

• Etimología: Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de ἀμαλδύνω q.u.

Greek Monolingual

ἀμάνδαλος, -ον (Α)
αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ].