αμπαλάρω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος].