ἀμπέλιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄμπελος, Ar.Ach. 512, Pax596, Hp.Nat.Mul.109.
German (Pape)
[Seite 128] τό, kleiner Weinstock, Ar. Ach. 486.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπέλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 512, Εἰρ. 596.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1pámpano τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι Hp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.78, Hsch.
2 viñedo, PStras.29.39 (III a.C.).
II dim. de ἄμπελος plu. cepitas κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα Ar.Ach.512, cf. Pax 596, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμπέλιον, το (υποκορ. του ἄμπελος) (Α) ἄμπελος
μικρή άμπελος, αμπέλι.