ἀμπέλιον

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄμπελος, Ar.Ach. 512, Pax596, Hp.Nat.Mul.109.

German (Pape)

[Seite 128] τό, kleiner Weinstock, Ar. Ach. 486.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπέλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 512, Εἰρ. 596.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1pámpano τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι Hp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.78, Hsch.
2 viñedo, PStras.29.39 (III a.C.).
II dim. de ἄμπελος plu. cepitas κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα Ar.Ach.512, cf. Pax 596, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμπέλιον, το (υποκορ. του ἄμπελος) (Α) ἄμπελος
μικρή άμπελος, αμπέλι.