επίρρ.1. μάταια, εις μάτην2. φρ. «πηγαίνω αμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι«πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a monte].