θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
ἀναρύτω (Α)
αντλώ, βγάζω νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρύτω (αττ. τ. του αρύω «αντλώ»).
ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις].