ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
ἀποκλέπτω (Α)1. κλέβω κάτι από κάποιον2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.