αποδέλοιπος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀποδέλοιπος, -η, -ον)
αυτός που απομένει, υπόλοιπος
νεοελλ.
φρ. «και στ' αποδέλοιπα» — με το καλό να παντρευτούν και τ' άλλα σου παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δελοιπός < δε + λοιπός.