αποδέλοιπος

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀποδέλοιπος, -η, -ον)
αυτός που απομένει, υπόλοιπος
νεοελλ.
φρ. «και στ' αποδέλοιπα» — με το καλό να παντρευτούν και τ' άλλα σου παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δελοιπός < δε + λοιπός.