άπλοος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ἄπλοος, -ον κ. ἄπλους, -ουν (Α)
1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν
2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.