απερίεργος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἀπερίεργος, -ον (AM)
1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον
η απλότητα, η αφέλεια.