απερίεργος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
ἀπερίεργος, -ον (AM)
1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον
η απλότητα, η αφέλεια.